καμηλίτης

καμηλίτης
καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξ-ίτης, θαλασσ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμηλίτης — καμηλί̱της , καμηλίτης camel driver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλῖται — καμηλίτης camel driver masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καμηλιτῶν — καμηλῑτῶν , καμηλίτης camel driver masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτην — καμηλί̱την , καμηλίτης camel driver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτου — καμηλί̱του , καμηλίτης camel driver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλίτῃ — καμηλί̱τῃ , καμηλίτης camel driver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”